ηπατοφαγούμαι

ηπατοφαγούμαι
ἡπατοφαγοῡμαι, -έομαι (Α)
μού τρώγουν το συκώτι («ὑπὸ γυπῶν ἡπατοφαγεῑται», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -φαγούμαι < -φαγος < θ. φαγ- τού αορ. έ-φαγ-ον τού εσθίω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”